ακροβλασταρώνω

ακροβλασταρώνω
-ωσα, -ωμένος, αρχίζω να βγάζω βλαστούς στο πάνω μέρος: Τα περισσότερα νιόφυτα είχαν ακροβλασταρώσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακροβλασταρώνω — [ακροβλάσταρο] (για φυτά) αρχίζω να βγάζω βλαστούς στην άκρη, στην κορυφή …   Dictionary of Greek

  • ακροβλάσταρο — το η άκρη τού βλαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + βλαστάρι. ΠΑΡ. ακροβλασταρώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”